θιμβρός

θιμβρός
θιμβρός, ά, όν,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θιμβρός — θιμβρός, ά, όν (Α) βλ. θιβρός …   Dictionary of Greek

  • θιμβροῖς — θιμβρός hot masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιβρός — και θιμβρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, ζεστός, ψημένος 2. απαλός, τρυφερός, αβρός («θιβρά Κύπρις», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίθετο τής αλεξανδρινής ποιήσεως, το οποίο λόγω τής αβέβαιης σημασίας του δεν έχει ερμηνευθεί επαρκώς. Υποστηρίχθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”